μετόπη

μετόπη
μετόπη
Grammatical information: f.
Meaning: `metope', field between the triglyphs on the frieze of Dorian temples (Vitr.; codd. methope, -a like triumphus, sephulcrum a. o., cf. Leumann Lat. Gr. 131); also μεθόπια n.pl. (Delph. IVa, H.; μ[..]οπια Att. inscr. IVa); on θ beside τ cf. ἐφόπτης beside ἐπόπτης a.o. (Schwyzer 220).
Other forms: (accent not given).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: With μετόπιον agree exactly other technical terms like μετακιόνιον, μεταστύλιον `space between the columns' (Att. a. hell. inscr.), μεθόριος, -ον `what lies between boundaries, borderland between two countries' (Th., X.). It must then indicate a space between the ὀπαι. Acc. to Vitr. 4, 2, 4 the ὀπαί = tignorum cubicula et asserum, i. e. openings or indentations in the beams, in which the heads of the crossbeams were fitted in; these heads wre covered with special planks, the soc. triglyphs. Acc. to another view, rejected by Vitr., the ὀπαί were orig. light-openings, what fits certainly beter to the meaning of ὀπή. In favour of this view with extensive argumentation Demangel BCH 55, 117ff.; he sees in the triglyphs a grille, before which later the ὀπαί were put. -- The clearly secondary form μετόπη was adapted to the simplex, perhaps because the metopes themselves could seem "openings-between"; μετόπη `opening between (the triglyphs)' would have been taken like περί-κηπος `garden around (the house)' (hell. a. late pap.; Risch IF 59, 252) or nearly understood like μεσ-αύλη (s. μέταυλος). Cf. Johnson ClassPhil. 30, 260f. (in details wrong).
Page in Frisk: 2,220

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετόπη — Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής που σημαίνει την έγγλυφη (σκαλισμένη προς το εσωτερικό μιας επιφάνειας) πλάκα, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ του επιστηλίου και του γείσου των οικοδομημάτων δωρικού ρυθμού. Ο όρος μ. παράγεται από τις… …   Dictionary of Greek

  • μετόπη — η (αρχιτ.), τμήμα του αρχαίου δωρικού ναού, τετράγωνη πλάκα που παρεμβαλλόταν στα τρίγλυφα με τα οποία συναποτελούσαν το διάζωμα του ναού, η ζώνη πάνω από τα κιονόκρανα: Στη μετόπη του ναού υπήρχε ανάγλυφο με σκηνές από κυνήγι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • μεθόπιον — μεθόπιον, τὸ (Α) η μετόπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετόπη* αντί μετόπιον, με δασύ σύμφωνο ως προϊόν αναλογίας (πρβλ. ἐπόπτης και ἐφόπτης)] …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρική τέχνη — Ρυθμός τέχνης που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε στην αρχαία Ελλάδα μετά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού και την κάθοδο των Δωριέων. Καλύπτει, σε γενικές γραμμές, τη χρονική περίοδο από το 1100 έως το 700 π.Χ. και οφείλει την ονομασία του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …   Dictionary of Greek

  • Metope (architecture) — Metope from the Parthenon marbles depicting part of the battle between the Centaurs and the Lapiths. In classical architecture, a metope (μετόπη) is a rectangular architectural element that fills the space between two triglyphs in a Doric frieze …   Wikipedia

  • Metopa — Metopas del Partenón. Metopas en el orden dórico …   Wikipedia Español

  • МЕТОПА —    • Metopa,          μετόπη, см. Columna, Колонна …   Реальный словарь классических древностей

  • Метопа — Дорическая метопа Метопа Парфенона: битва …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”